- αδίκημα
- το, -ατοςάδικη πράξη, παράβαση του νόμου: Το αδίκημα που του καταλόγιζαν δεν ήταν σοβαρό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀδίκημα — wrong done neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… … Dictionary of Greek
ιδιώνυμο αδίκημα — Αδίκημα που στοιχειοθετείται ως ιδιαίτερη μορφή ενός άλλου αδικήματος. Για παράδειγμα, το ι.α. της επιταγής αποτελεί ιδιαίτερη μορφή του εγκλήματος της απάτης· αντίστοιχα, η υφαίρεση είναι υπεξαίρεση μεταξύ συγγενών. Ο χαρακτηρισμός ι.α.… … Dictionary of Greek
κἀδίκημα — ἀδίκημα , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀδίκημ' — ἀδίκημα , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc sg ἀ̱δίκημαι , ἀδικέω to be perf ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀδίκημα — ἀδίκημα , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδίκημ' — ἀδίκημα , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc sg ἀ̱δίκημαι , ἀδικέω to be perf ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικημάτων — ἀδίκημα wrong done neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικήμασι — ἀδίκημα wrong done neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικήμασιν — ἀδίκημα wrong done neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)